Ένα από τα πιο συνήθη ερωτήματα που θέτουν οι περισσότεροι γονείς στους επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά είναι «πώς να βάλω όρια στο παιδί μου;». Φυσικά είναι κατανοητή η πρόθεση κάθε γονιού πίσω από αυτό το ερώτημα: να αυξήσει τις επιθυμητές συμπεριφορές του παιδιού και να εξαλείψει τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Γιατί, όμως, αυτό το ερώτημα να παραμένει άραγε συνεχώς επίκαιρο και να αποτελεί ένα ζήτημα που δυσκολεύει τους γονείς;
Στην πραγματικότητα, χρειάζονται πολλές διευκρινίσεις γύρω από το θέμα των ορίων. Ποιος θέτει τα όρια και σε ποιον; Για ποιο λόγο τίθενται τα όρια; Πώς μπορεί κανείς να θέσει όρια; Επιβάλλονται τα όρια; Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι γονείς (και άλλοι ενήλικες) θέτουν όρια στα παιδιά. Ωστόσο, η οριοθέτηση των παιδιών προέρχεται ουσιαστικά από την οριοθέτηση των ίδιων των ενηλίκων. Εάν ένας ενήλικας δε γνωρίζει τα σαφή προσωπικά του όρια, δεν μπορεί να τα επιβάλει σε κανέναν άλλο. Όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά η Παππά (2006) «Η ύπαρξη εσωτερικής πειθαρχίας συνεπάγεται την ύπαρξη εξωτερικής, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει». Έτσι, η οριοθέτηση είναι πρωτίστως προσωπική εξάσκηση και όχι επιβολή ισχύος ή εξουσίας (όπως θα ήταν αντιθέτως η τιμωρία ή η απειλή).
Πολλές φορές, επίσης, η ανάγκη των ορίων αμφισβητείται ή και παρερμηνεύεται. Συχνά οι γονείς αισθάνονται ότι τα όρια θα τους απομακρύνουν από τα παιδιά τους ή ότι τα παιδιά θα τους φοβούνται. Αντιθέτως, όμως, τα όρια παρέχουν ασφάλεια και αυτοέλεγχο στα παιδιά, καθώς είναι ξεκάθαρο το τι αναμένεται από αυτά και τα ίδια επιλέγουν πώς θα δράσουν, γνωρίζοντας από πριν τις συνέπειες (ευχάριστες ή δυσάρεστες). Είναι βέβαια, ιδιαίτερα σημαντικό ο γονέας να θέτει λογικά όρια, να έχει ρεαλιστικές προσδοκίες και απαιτήσεις από το παιδί, και ταυτόχρονα να προσφέρει στο παιδί συναισθηματική ζεστασιά και στοργή, δίνοντας έμφαση στις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο, τα όρια τίθενται μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλοσεβασμού, και η γονεϊκότητα γίνεται πιο ήρεμη, καθώς ο γονέας αποδέχεται το παιδί του χωρίς όρους και κατανοεί τα συναισθήματά του.
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που χρειάζεται να έχει η οριοθέτηση ώστε να είναι αποτελεσματική είναι: θετική διατύπωση, σαφήνεια, και συνέπεια. Αυτό σημαίνει ότι οι προσδοκίες του γονέα από το παιδί χρειάζεται να επεξηγούνται με πολύ ξεκάθαρο τρόπο ανάλογα με το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού, αλλά και με θετικό τρόπο, εστιάζοντας στις θετικές συνέπειες που μπορεί να έχει μια επιθυμητή συμπεριφορά (π.χ. «Όταν φας όλο το φαγητό σου, μπορείς να δεις τηλεόραση» αντί «Αν δε φας το φαγητό σου, δεν πρόκειται να δεις τηλεόραση»). Φυσικά, τα όρια χρειάζεται να τηρούνται με συνέπεια από τον ίδιο το γονιό πρώτα, διαφορετικά δε θα υιοθετηθούν από το παιδί.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως το τι κάνει αποτελεσματικά τα όρια του γονέα, αλλάζει πάντα σε συνάρτηση με την ηλικία και το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού. Παραδείγματος χάριν, παρόλο που ο έλεγχος της συμπεριφοράς των παιδιών είναι σημαντικός κατά τη σχολική ηλικία, χρειάζεται να μειώνεται καθώς τα παιδιά βρίσκονται στο τέλος της εφηβείας και οδεύουν προς την ενηλικίωση. Εκεί, θα λέγαμε ότι, πλέον πολύ ενεργά, τα ίδια τα παιδιά θέτουν τα δικά τους όρια.
Διαλεχτή Χατζούδη, MA
Εγγεγραμμένη Σχολική Ψυχολόγος (#298)
* Οι παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές είναι ενδεικτικές. Στην περίπτωση που χρειάζεστε περισσότερη καθοδήγηση για το πώς να διαμορφώσετε το γονεϊκό σας ρόλο και την οριοθέτηση, απευθυνθείτε σε ένα Σχολικό Ψυχολόγο.
Ενδεικτικές πηγές
Duncan, L. G., Coatsworth, J. D., & Greenberg, M. T. (2009). A Model of Mindful Parenting: Implications for Parent – Child Relationships and Prevention Research. Clinical Child and Family Psychological Review, 12, 255-270.
Παππά (2006). Επάγγελμα γονέας: Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και